δυσεντερία

δυσεντερία
Νόσος του παχέος εντέρου που χαρακτηρίζεται από πόνους στην κοιλιά και βλεννώδεις ή βλεννοαιματηρές κενώσεις. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε πολλές αιτίες, αλλά οι συνηθέστερες είναι η αμοιβάδωση του εντέρου, η ελκωτική κολίτιδα και η μικροβιακή δ. Η τελευταία ονομάζεται και σιγκέλωση, γιατί οφείλεται σε μόλυνση του εντέρου από μικρόβια του γένους σιγκέλα. Η δ. εκδηλώνεται είτε με τη μορφή ήπιας ή πολύ βαριάς εντερίτιδας, με έντονη αφυδάτωση και τοξιναιμικά φαινόμενα, είτε ακόμα και ως τροφική δηλητηρίαση. Οι βαρύτερες μορφές είναι συχνότερες στις τροπικές και υποτροπικές ή αναπτυσσόμενες χώρες, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, και οφείλονται συχνά σε ορισμένο είδος σιγκέλας. Οι πιο ήπιες μορφές είναι συχνότερες στις υγειονομικά προηγμένες χώρες και εμφανίζονται σε όλες τις εποχές του χρόνου. Η θεραπεία είναι απλή και γίνεται με αντιβιοτικά και σωστή ενυδάτωση. Η προφύλαξη παρουσιάζει προβλήματα, γιατί μετά τη νόσο παραμένει μικροβιοφορία. Οι υγιείς φορείς μεταδίδουν το μικρόβιο στα τρόφιμα με τα χέρια τους, γι’ αυτό και το σπουδαιότερο μέτρο προφύλαξης είναι η καταπολέμηση της μικροβιοφορίας και η τήρηση των κανόνων ατομικής υγιεινής, ιδιαίτερα σε αυτούς που ασχολούνται με την παρασκευή τροφίμων κοινής κατανάλωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι παλαιότερα η μικροβιακή δ. ονομαζόταν νόσος των ακάθαρτων χεριών. Ο βάκιλος της δυσεντερίας, όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο.
* * *
και λυσιντερία, η (AM δυσεντερία
Μ και λυσιντερία)
οξεία λοιμώδης νόσος με οδυνηρή και αιματηρή διάρροια, η οποία προκαλεί ελκώδεις βλάβες τού βλεννογόνου τού εντέρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσεντερία — δυσεντερίᾱ , δυσεντερία dysentery fem nom/voc/acc dual δυσεντερίᾱ , δυσεντερία dysentery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δυσεντερίᾱ , δυσεντεριάω suffer from dysentery pres imperat act 2nd sg δυσεντερίᾱ , δυσεντεριάω suffer from dysentery …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεντερίᾳ — δυσεντερίαι , δυσεντερία dysentery fem nom/voc pl δυσεντερίᾱͅ , δυσεντερία dysentery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεντερία — η οξεία λοίμωξη των εντέρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσεντερίας — δυσεντερίᾱς , δυσεντερία dysentery fem acc pl δυσεντερίᾱς , δυσεντερία dysentery fem gen sg (attic doric aeolic) δυσεντερίᾱς , δυσεντεριάω suffer from dysentery imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεντερίαν — δυσεντερίᾱν , δυσεντερία dysentery fem acc sg (attic doric aeolic) δυσεντερίᾱν , δυσεντεριάω suffer from dysentery imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δυσεντερίᾱν , δυσεντεριάω suffer from dysentery imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεντεριάσας — δυσεντεριά̱σᾱς , δυσεντεριάω suffer from dysentery pres part act fem acc pl (doric) δυσεντεριά̱σᾱς , δυσεντεριάω suffer from dysentery pres part act fem gen sg (doric) δυσεντεριά̱σᾱς , δυσεντεριάω suffer from dysentery aor part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεντερίαι — δυσεντερία dysentery fem nom/voc pl δυσεντερίᾱͅ , δυσεντερία dysentery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεντεριάσαι — δυσεντεριά̱σᾱͅ , δυσεντεριάω suffer from dysentery pres part act fem dat sg (doric) δυσεντεριά̱σαῑ , δυσεντεριάω suffer from dysentery aor opt act 3rd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεντεριῶν — δυσεντερία dysentery fem gen pl δυσεντεριάω suffer from dysentery pres part act masc voc sg δυσεντεριάω suffer from dysentery pres part act neut nom/voc/acc sg δυσεντεριάω suffer from dysentery pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσεντερίαις — δυσεντερία dysentery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”