- δυσεντερία
- Νόσος του παχέος εντέρου που χαρακτηρίζεται από πόνους στην κοιλιά και βλεννώδεις ή βλεννοαιματηρές κενώσεις. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε πολλές αιτίες, αλλά οι συνηθέστερες είναι η αμοιβάδωση του εντέρου, η ελκωτική κολίτιδα και η μικροβιακή δ. Η τελευταία ονομάζεται και σιγκέλωση, γιατί οφείλεται σε μόλυνση του εντέρου από μικρόβια του γένους σιγκέλα. Η δ. εκδηλώνεται είτε με τη μορφή ήπιας ή πολύ βαριάς εντερίτιδας, με έντονη αφυδάτωση και τοξιναιμικά φαινόμενα, είτε ακόμα και ως τροφική δηλητηρίαση. Οι βαρύτερες μορφές είναι συχνότερες στις τροπικές και υποτροπικές ή αναπτυσσόμενες χώρες, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, και οφείλονται συχνά σε ορισμένο είδος σιγκέλας. Οι πιο ήπιες μορφές είναι συχνότερες στις υγειονομικά προηγμένες χώρες και εμφανίζονται σε όλες τις εποχές του χρόνου. Η θεραπεία είναι απλή και γίνεται με αντιβιοτικά και σωστή ενυδάτωση. Η προφύλαξη παρουσιάζει προβλήματα, γιατί μετά τη νόσο παραμένει μικροβιοφορία. Οι υγιείς φορείς μεταδίδουν το μικρόβιο στα τρόφιμα με τα χέρια τους, γι’ αυτό και το σπουδαιότερο μέτρο προφύλαξης είναι η καταπολέμηση της μικροβιοφορίας και η τήρηση των κανόνων ατομικής υγιεινής, ιδιαίτερα σε αυτούς που ασχολούνται με την παρασκευή τροφίμων κοινής κατανάλωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι παλαιότερα η μικροβιακή δ. ονομαζόταν νόσος των ακάθαρτων χεριών.
Ο βάκιλος της δυσεντερίας, όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο.
* * *και λυσιντερία, η (AM δυσεντερίαΜ και λυσιντερία)οξεία λοιμώδης νόσος με οδυνηρή και αιματηρή διάρροια, η οποία προκαλεί ελκώδεις βλάβες τού βλεννογόνου τού εντέρου.
Dictionary of Greek. 2013.